-
1 παρατάξεως
παρατάξεω̆ς, παράταξιςplacing side by side: fem gen sg (attic) -
2 παρά-ταξις
παρά-ταξις, ἡ, das Neben- od. Gegenüberstellen, bes. das Ordnen des Heeres zur Schlacht, Pol. 6, 26, 11, u. häufig die Schlachtordnung, τὸ μεταξὺ χωρίον τῶν παρατάξεων, 15, 12, 3; χωρία παράταξιν μὴ δεχόμενα, wo sich die Schlachtordnung, die Reihe nicht entwickeln kann, Plut. Camill. 29; Dem. 9, 49 vrbdt ὁρᾶτε οὐδὲν ἐκ παρατάξεως οὐδὲ μάχης γιγνόμενον; u. so kann man es Treffen selbst übersetzen, ἡ πρὸς Γίγαντας, Isocr. 10, 53, eigtl. das sich gegenüber Aufstellen; Thuc. 5, 11 διὰ τὸ μὴ ἐκ παρατάξεως, ἀπὸ δὲ τοιαύτης ξυντυχίας τὴν μάχην μᾶλλον γενέσϑαι; Aesch. 3, 88 ἐκ παρατάξεως μάχῃ κρατήσαντες; u. ä. Pol. 2, 21, 5. 26, 8 u. öfter, wie die Folgdn, wo immer an eine regelmäßige Schlachtordnung zu denken ist; übertr., Wetteifer, neben φιλονεικία Plut. Cim. 8; auch die Vorkehrungen, die man zu einem Kampfe, Processe trifft, der παρασκευή entsprechend, Aesch. 3, 1; vgl. Dem. 44, 3, in welchen Fällen man es auch »Faktion« übersetzt.
-
3 παράταξις
2 marshalling, line of battle,π. ποιεῖσθαι Isoc. 10.53
; ἐν τῷ μεταξὺ χωρίω τῶν π. Plb.15.12.3 ;ἡ π. τοῦ πολέμου LXX Nu.31.14
;ἐν π. ἀποθνῄσκειν Phld. Mort.29
;ὡς ἐν παρατάξει Arr.Epict.3.22.69
; ἐκ παρατάξεως in pitched battle, Th.5.11, D.9.49, Aeschin.3.88 ; ἐν ταῖς προγεγενημέναις π. in the previous battles, Plb.1.40.1 ;μετὰ τὰν π. τὰν γενομέναν αὐτοῖς ποτὶ Πριανεῖς Schwyzer 289.105
(Priene, ii B.C.), cf. IG 42(1).28.1 (Epid., ii B.C.).II of marshalling a political party,τὴν μὲν παρασκευὴν ὁρᾶτε.. καὶ τὴν παράταξιν, ὅση γεγένηται Aeschin.3.1
; conspiracy, intrigue,ὑπὸ παρατάξεως ἀδίκου D.44.3
; partisanship,φιλονεικία καὶ π. τῶν θεατῶν Plu.Cim.8
; obstinate opposition,κατὰ ψιλὴν π. ὡς οἱ Χριστιανοί M.Ant.11.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράταξις
-
4 παρ-ιππεύω
παρ-ιππεύω, neben-, vorbeireiten; Thuc. 7, 78; Pol. 5, 83, 7 u. öfter; heranreiten, ἐπὶ τὰ μέσα τῆς παρατάξεως, 3, 116, 3; zu Pferde durcheilen, πόντον, Eur. Hel. 1681; Sp. auch = überholen, übertreffen, Philostr.
-
5 κατα-στασιάζω
κατα-στασιάζω, einen Aufruhr gegen Einen machen, durch einen Aufstand überwältigen, unterdrücken; κατεστασίασαν ἀπόντα τὸν βασιλέα D. Sic. 19, 36; Λυσανδρίδαν Ἀγησίλαος καταστασιάσας φυγαδευϑῆναι ἐποίησεν ὑπὸ Λακεδαιμονίων, er brachte es durch einen Aufstand dahin, Theopomp. bei Ath. XIII, 609 b; τὴν βουλήν Plut. Pericl. 9, öfter. – Pass. durch einen Aufstand, durch die Gegenpartei überwältigt werden, Xen. Hell. 1, 6, 4; καταστασιασϑέντες ὑπὸ παρατάξεως ἀδίκου Dem. 44, 3; Arist. pol. 5, 6; Pol. 34, 14, 7; Sp., καταστασιασϑεὶς ὑπὸ Θεμιστοκλέους Plut. Them. 11.
-
6 κατ-αξιο-πιστεύομαι
κατ-αξιο-πιστεύομαι, nur Pol. 12, 17, 1: ἵνα δὲ μὴ δόξωμεν τῶν τηλικούτων ἀνδρῶν καταξιοπιστεύεσϑαι, μνησϑησόμεϑα μιᾶς παρατάξεως, entweder = Unglaubliches gegen sie vorbringen, oder = für uns mehr Glauben als für jene fordern, unsere Glaubwürdigkeit gegen jene geltend machen.
-
7 ασημως
-
8 παραταξις
- εως ἥ1) выстраивание в боевой порядок Polyb.2) боевой порядокἐκ παρατάξεως Thuc., Dem. — в боевом порядке;
δέξασθαι παράταξιν Plut. — позволить развернуться в боевой порядок3) битва, бой(ἥ πρὸς Γίγαντας π. Isocr.)
ἐν ταῖς προγεγενημέναις παρατάξεσι Polyb. — в предыдущих боях4) вражда, спор(π. καὴ φιλονεικία Plut.)
5) юр., полит. подготовительные мероприятия ( против другой стороны), принятие мер(παρασκευέ καὴ π. Aeschin.)
6) грам. паратакс(ис), сочинение (лат. coordinatio) -
9 παριππευω
1) проезжать на конях(πόντον Eur. - о Диоскурах)
οἱ Συρακόσιοι παριππεύοντες Thuc. — сиракузская конница2) подъезжать верхом(ἐπὴ τὰ μέσα τῆς παρατάξεως Polyb.)
-
10 παράταξη
[-ις (-εως)] η1) строй; боевой порядок;η πυκνή (αραιά) παράταξη — сомкнутый (расчленённый) строй;
η παράταξη μάχης — боевой порядок;
εκ παρατάξεως лицом к лицу;2) полит. группа, группировка; крыло;η δημοκρατική παράταξη — демократические силы;
3) праздничное шествие; торжественная процессия; парад;εν πομπή και παρατάξει торжественно; с помпой (тж. ирон.); 4) грам, сочинение -
11 σύμπτυξη
-
12 pitched battle
(a battle between armies that have been prepared and arranged for fighting beforehand: They fought a pitched battle.) μάχη εκ παρατάξεως -
13 καταστασιάζω
A overpower by forming a counter-party, τινα Theopomp. Hist.233, D.S.19.36, etc.;ἐν τῷ δήμῳ κατ εστασίασε τὴν βουλήν Plu.Per.9
:—[voice] Pass., to be factiously opposed or overpowered,ὑπό τινος X.HG1.6.4
;ὑπὸ παρατάξεως D.44.3
;κατὰ γάμους ἢ δίκας Arist.Pol. 1306a33
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστασιάζω
-
14 καταξιοπιστεύομαι
κατ-αξιο-πιστεύομαι, ἵνα δὲ μὴ δόξωμεν τῶν τηλικούτων ἀνδρῶν καταξιοπιστεύεσϑαι, μνησϑησόμεϑα μιᾶς παρατάξεως, entweder = Unglaubliches gegen sie vorbringen, oder = für uns mehr Glauben als für jene fordern, unsere Glaubwürdigkeit gegen jene geltend machen
См. также в других словарях:
παρατάξεως — παρατάξεω̆ς , παράταξις placing side by side fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράταξη — η / παράταξις, άξεως, ΝΜΑ [παρατάσσω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού παρατάσσω ή παρατάσσομαι, η τοποθέτηση τού ενός κοντά στον άλλο προκειμένου για περισσότερα από ένα άτομα, η τοποθέτηση στη σειρά, το αράδιασμα πραγμάτων νεοελλ. 1. η τάξη, η… … Dictionary of Greek
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
ακρόπτερον — ἀκρόπτερον, το (Α) 1. η άκρη τού φτερού 2. το άκρο μιας παρατάξεως ή μιας ομάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πτερόν] … Dictionary of Greek
δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… … Dictionary of Greek
διπλασιασμός — ο (AM διπλασιασμός) [διπλασιάζω] 1. το να διπλασιάζεται κάτι, η αύξηση στο διπλάσιο 2. γραμμ. η επανάληψη συμφώνου αρχ. 1. γραμμ. αναδιπλασιασμός 2. στρ. η μετατροπή τής παρατάξεως από απλούς σε διπλούς στίχους … Dictionary of Greek
δόγμα — Όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη νομική επιστήμη για να προσδιορίσει ένα διάταγμα ή έναν νόμο που θεσπιζόταν από τις επίσημες αρχές, χωρίς δυνατότητα συζήτησης ή αντίρρησης. Στις φιλοσοφικές σχολές δ. ονομάστηκαν οι θεμελιώδεις αρχές κάθε… … Dictionary of Greek
εμπροσθοφυλακή — Το επικεφαλής στοιχείο μιας δύναμης που προελαύνει και έχει ως κύρια αποστολή την εξασφάλιση της απρόσκοπτης κίνησης του κύριου σώματος. Αναλυτικότερα, η αποστολή της ε. είναι να αναζητά και να εκμεταλλεύεται τα κενά του εχθρικού αμυντικού… … Dictionary of Greek
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
επίστασις — ἐπίστασις, ἡ (Α) [στάσις] 1. έμφραξη, επίσχεση («ἐπίστασις κοιλίης, οὔρου, αἵματος») 2. βία, ορμή 3. στάση, στάθμευση («τοσοῡτον ἦν ἀνάγκη χρόνον δι’ ὅλου τοῡ στρατεύματος γίγνεσθαι τήν ἐπίστασιν», Ξεν.) 3. ηρέμηση και αυτοσυγκέντρωση («ἡ νόησις… … Dictionary of Greek
επανορθωτής — ο (Α ἐπανορθωτής) [επανορθώνω] αυτός που επανορθώνει αρχ. 1. (ειδ.) βοηθός, έφεδρος, έτοιμος να αναπληρώσει τις απώλειες ενός τμήματος τής παρατάξεως σε ώρα μάχης 2. αυτός που παίρνει εντολή να μεταρρυθμίσει τους νόμους, ο διορθωτής (στους… … Dictionary of Greek